ειδολογικός

ειδολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στη μορφή («ειδολογική μόρφωση» — αυτή που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή)
2. το αρσ. ως ουσ. (φιλοσ.) ο ειδολογικός
αυτός που καθορίζει το ηθικό με βάση τις ιδιότητες τής βουλήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ειδολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στη μορφή (είδος) των πραγμάτων και όχι στο περιεχόμενο: Ειδολογική μόρφωση (που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή). 2. το αρσ. ως ουσ., ειδολογικός, ο (ενν. φιλόσοφος), αυτός που κρίνει τις πράξεις των ανθρώπων, αν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”