- ειδολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη μορφή («ειδολογική μόρφωση» — αυτή που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή)2. το αρσ. ως ουσ. (φιλοσ.) ο ειδολογικόςαυτός που καθορίζει το ηθικό με βάση τις ιδιότητες τής βουλήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.